εύφορβος

εύφορβος
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πανθόου και της Φροντίδας. Πολέμησε γενναία στο πλευρό των Τρώων, τραυμάτισε τον Πάτροκλο αλλά τελικά σκοτώθηκε από τον Μενέλαο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία, ο Μενέλαος αφιέρωσε στον ναό της Ήρας στο Άργος την ασπίδα του Ε. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Πυθαγόρας, ο οποίος πίστευε στη μετεμψύχωση, ισχυρίστηκε κάποτε ότι έζησε μια περίοδο του βίου του με την ψυχή του Ε.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Γιος του Αλκίμαχου (5ος αι. π.Χ.). Παρέδωσε μαζί με τον Φίλαρχο την πόλη του, Ερέτρια, στον Ξέρξη (480 π.Χ.).
2. Μαθητής του Ασκληπιάδη (1ος αι. π.Χ.). Ήταν θεράποντας γιατρός του βασιλιά της Μαυριτανίας, Ιούβα.
* * *
εὔφορβος, -ον (Α)
1. (για ζώα) ευτραφής, καλοθρεμμένος
2. (για γη) εύφορη, γόνιμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορβή «τροφή» (< φέρβω «τρέφω») τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα φορβ- τού θ. φερβ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Εὔφορβος — well fed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφορβος — well fed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφορβον — εὔφορβος well fed masc/fem acc sg εὔφορβος well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐφόρβοιο — Εὔφορβος well fed masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρβοιο — εὔφορβος well fed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐφόρβοισι — Εὔφορβος well fed masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρβοισι — εὔφορβος well fed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐφόρβου — Εὔφορβος well fed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφόρβου — εὔφορβος well fed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐφόρβους — Εὔφορβος well fed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”